- διπυρίτης
- ο (Α διπυρίτης)(για άρτο) αυτός που ψήθηκε δυό φορές για να διατηρείται για μακρό χρονικό διάστημα, η γαλέτα, το παξιμάδινεοελλ.θειούχο άλας τού σιδήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + πυρίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπυρίτας — διπυρί̱τᾱς , διπυρίτης twice baked bread masc acc pl διπυρί̱τᾱς , διπυρίτης twice baked bread masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπυρο — το (Α δίπυρος, ον) νεοελλ. πυριτικό άλας αργιλίου, νατρίου και ασβεστίου αρχ. αυτός που έχει ψηθεί δύο φορές, διπυρίτης 2. φρ. «διπύρους λαμπάδας» δύο λαμπάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πυρος < πυρ (πυρός)] … Dictionary of Greek
παξαμάς — ὁ, ΜΑ διπυρίτης άρτος, ψωμί που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, παξιμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη πιθ. από το όνομα τού Παξάμου, συγγραφέα ενός οδηγού μαγειρικής τού 1ου μ.Χ. αιώνα] … Dictionary of Greek
παξιμάδι — Όνομα μικρών ελληνικών νησιών. 1. Νησί στον νότιο Ευβοϊκό, στα αριστερά εκείνου που πλέει προς την Κάρυστο. 2. Νησί στο Κρητικό πέλαγος, στα Α της Δίας και 9 μίλια ΒΑ του Ηρακλείου. 3. Νησί στο νότιο Αιγαίο, κοντά στη Μήλο. Στα ρηχά νερά που το… … Dictionary of Greek
διπυρίτῃ — διπυρί̱τῃ , διπυρίτης twice baked bread masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)